- μυκτηρισμός
- ο (ΑΜ μυκτηρισμός, Α και μυκτηριασμός) [μυκτηρίζω]1. εμπαιγμός, χλευασμός, σαρκασμός2. πειρακτικός λόγοςαρχ.1. (στους ρήτορες) είδος ειρωνείας2. αντικείμενο χλευασμού3. απάτη, εξαπάτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυκτηρισμός — sarcasm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκτηρισμός — ο ειρωνεία, χλευασμός, περίπαιγμα: Δεν άντεξε τους μυκτηρισμούς των συγκρατούμενών του και αυτοκτόνησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυκτηρισμοῖς — μυκτηρισμός sarcasm masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκτηρισμοῦ — μυκτηρισμός sarcasm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκτηρισμούς — μυκτηρισμός sarcasm masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκτηρισμῷ — μυκτηρισμός sarcasm masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκτηρισμόν — μυκτηρισμός sarcasm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
страх — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. то, что вызывает боязнь; (δέος) благочестивый страх;… … Словарь церковнославянского языка
μυκτήρας — ο (ΑΜ μυκτήρ, ῆρος) καθεμιά από τις δύο ελλειψοειδείς οπές τής κάτω βασικής επιφάνειας της μύτης, ρουθούνι («τὴν ἀναπνοήν περιωθεῑ κατά τήν τοῡ στόματος καὶ τήν τῶν μυκτήρων δίοδον», Πλάτ.) μσν. ράμφος αρχ. 1. συνεκδ. η ρίνα, η μύτη 2. η άκρη τού … Dictionary of Greek
μυκτήρισμα — μυκτήρισμα, τὸ (Α) [μυκτηρίζω] μυκτηρισμός … Dictionary of Greek